Dictionary of Greek. 2013.
τεμενουρός — και τεμενωρός, ὁ, Α φύλακας τεμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + ουρός / ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ ουρός, θυρωρός] … Dictionary of Greek